συνανέρχομαι

συνανέρχομαι
ΜΑ
1. ανέρχομαι μαζί με κάποιον ή στο ίδιο σημείο («συνανελθεῑν μοι εἰς τὴν μητρόπολιν», πάπ.)
2. επανέρχομαι μαζί με άλλον
3. έρχομαι μαζί με κάποιον («συνανῆλθε δὲ καὶ ὁ τούτου πατήρ», Θεοδώρ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • совратитися — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  глаг. (греч. συνανέρχομαι) отстать (от пути). Не совратитеся… …   Словарь церковнославянского языка

  • συνάνειμι — ΜΑ 1. ανεβαίνω μαζί με άλλον, συνανέρχομαι* 2. αυξάνομαι ταυτόχρονα («συνανιόντες τὴν ἡλικίαν», Αιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἄνειμι «ανεβαίνω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”